- λυγμώδης
- -ες (Α λυγμώδης, -ῶδες) [λυγμός]νεοελλ.αυτός που συνοδεύεται από λυγμούς, λυγμικός («λυγμώδης θρήνος»)αρχ.αυτός που συνοδεύεται από λόξυγγα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυγμώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) λυγμώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λυγμώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγμώδεες — λυγμώδης masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
λυγμικός — ή, ό [λυγμός] λυγμώδης, αυτός που συνοδεύεται από λυγμούς, ολολυγμούς, αναφιλητά («λυγμικό κλάμα») … Dictionary of Greek